διψαλεος

διψαλεος
    διψαλέος
    διψᾰλέος
    3
    1) томимый жаждой
    

(μῦς Batr.; χοῖρος Anth.)

    2) томящий жаждой
    

διψαλέη ὀδύνη Luc. — мучительная жажда

    3) не утоляющий жажды
    

(δεῖπνα Plut.)

    4) сухой, высохший
    

(θρυαλλίδιον Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "διψαλεος" в других словарях:

  • διψαλέος — thirsty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέος — α, ο (AM διψαλέος) 1. αυτός που έχει μεγάλη δίψα, καταδιψασμένος 2. (για έδαφος) στεγνός, ξερός αρχ. αυτός που προκαλεί δίψα …   Dictionary of Greek

  • διψαλέα — διψαλέος thirsty neut nom/voc/acc pl διψαλέᾱ , διψαλέος thirsty fem nom/voc/acc dual διψαλέᾱ , διψαλέος thirsty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέαι — διψαλέος thirsty fem nom/voc pl διψαλέᾱͅ , διψαλέος thirsty fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέον — διψαλέος thirsty masc acc sg διψαλέος thirsty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέη — διψαλέος thirsty fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέην — διψαλέος thirsty fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέης — διψαλέος thirsty fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέοι — διψαλέος thirsty masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέοιο — διψαλέος thirsty masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διψαλέοις — διψαλέος thirsty masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»